-
1 δίχα
δίχα (δίς), zwiefach; – a) zwiefach getheilt, getrennt; Apoll. Lex. Homer. p. 59, 17 Δίχα· διχῶς, εἰς δύο; vgl. διχϑά, ἄνδιχα, διάνδιχα; δίχα πάντας ἠρίϑμεον, ich theilte alle in zwei Haufen, Od. 10, 203; δίχα πάντα δέδασται 15, 412; δίχα κεῖται Pind. P. 5, 93; δίχ' ἀνεῤῥήγνυ Soph. Ai. 232; δίχα διαστᾶσαι Her. 4, 180; δίχα πρίειν, entzwei sägen, Thuc. 4, 100; δίχα διαλαβεῖν Plat. Theaet. 147 e u. öfter; διατέμνειν, διελεῖν, Conv. 190 d Soph. 221 e; auch τὰ δίχα τμήματα, Legg. V, 745 d; δίχα ποιεῖν, trennen, Xen. An. 6, 2, 11. – Uebertr., von zweierlei Meinung, zwiespältig, uneinig, δίχα δέ σφισιν ἥνδανε βουλή Il. 18, 510; δίχα ϑυμὸν ἔχοντες 20, 32; δίχα βάζειν, dem ἕνα ϑυμὸν ἔχειν entgeggstzt, Od. 3, 137; vgl. noch 16, 73. 19, 524. 22, 333; δίχα μοι νόος Pind frg. 232; εἰ καὶ σῆς δίχα γνώμης λέγω, anders als du meinst, Soph. El. 537; δίχα αἱ γνῶμαι ἐγίγνοντο Her. 6, 109, u. öfter; δ. ψηφίζεσϑαι Xen. Mem. 4. 4. 8, u. ä.; δίχα πέφυκε τοῠ ἑτέρου Thuc. 4, 61, abgesondert, verschieden sein; vgl. Aesch. Prom. 927 ὅσον τό τ' ἄρχειν καὶ τὸ δουλεύειν δίχα, was für ein Unterschied ist; dah. – b) getrennt, abgesondert; οἰκεῖν Soph. O. C. 608; vgl. Ant. 164 ἐκ πάντων δίχα ὑμᾶς ἔστειλ' ἱκέσϑαι; auch = abgesondert, vor allen, wie οἶος Ἀτρειδῶν δίχα Ai. 737, u. so öfter; δίχα τινός, ohne Jemand, außer ihm, Aesch. Ch. 767 Spt 25 Ag. 835; κενὴ οἴκησις ἀνϑρώπων δίχα Soph. Phil. 31; πόλεως δίχα, ohne die Bürgerschaft, d. i. ohne ihren Befehl, O. C. 48, u. so öfter bei Dichtern, gew. dem gen. nachgesetzt; δίχα ϑηλειάων Theocr. 25, 107: vgl. D. Hal. 7, 19.
См. также в других словарях:
συγκληρώ — όω, δωρ. τ. συγκλαρόω Α [σύγκληρος] 1. συνενώνω ή περιλαμβάνω σε έναν κλήρο («τούτων δὲ αὖ δίχα τεμεῑν ἕκαστον καὶ ξυγκληρῶσαι δύο τμήματα», Πλάτ.) 2. εκλέγω με κλήρο για συγκρότηση μιας αρχής 3. αστρολ. μοιράζομαι την ίδια τύχη με άλλον 4. κάνω… … Dictionary of Greek
τρίχα — (I) Α επίρρ. σε τρία τμήματα, σε τρία μέρη ή με τρεις τρόπους, τριχῆ* (α. «ἐπεὰν τὴν φιλύρην τρίχα σχίσῃ», Ηρόδ. β. «ἦμος δὲ τρίχα νυκτὸς ἔην» όταν ήταν η τρίτη νυκτερινή φρουρά, Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι (βλ. λ. τρεις, τρία) + ουρανικό… … Dictionary of Greek